εξιταλίζω

εξιταλίζω
εξιτάλισα, εξιταλίστηκα, εξιταλισμένος, μτβ.
1. (για πρόσωπα), κάνω κάποιον Ιταλό, σε άτομο άλλης εθνικότητας δημιουργώ ιταλική συνείδηση.
2. (για πράγματα), μεταβάλλω κάτι σε ιταλικό.
3. (για γλώσσα), σε λέξη άλλης γλώσσας εμφανίζω γραμματικό τύπο της ιταλικής.
4. μεταφράζω κείμενο άλλης γλώσσας στα ιταλικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξιταλίζω — καθιστώ βαθμιαία κάποιον Ιταλό ή κάτι ιταλικό, εντάσσω στον ιταλικό τρόπο ζωής και πολιτισμό …   Dictionary of Greek

  • εξιταλισμός — ο [εξιταλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξιταλίζω, η βαθμιαία μετατροπή κάποιου σε Ιταλό, ή πράγματος σε ιταλικό …   Dictionary of Greek

  • εξιταλισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξιταλίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”